πλινθουργία

πλινθουργία

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πλινθουργία" в других словарях:

  • πλινθουργία — πλινθουργίᾱ , πλινθουργία fem nom/voc/acc dual πλινθουργίᾱ , πλινθουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθουργίᾳ — πλινθουργίᾱͅ , πλινθουργία fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθουργία — ἡ, ΜΑ [πλινθουργός] κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία …   Dictionary of Greek

  • πλινθουργίας — πλινθουργίᾱς , πλινθουργία fem acc pl πλινθουργίᾱς , πλινθουργία fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλινθουργίαν — πλινθουργίᾱν , πλινθουργία fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλίνθευμα — εύματος, τὸ, Α [πλινθεύω] 1. πλινθουργία 2. τοίχος από πλίνθους …   Dictionary of Greek

  • πλίνθευσις — εύσεως, ἡ, Α [πλινθεύω] η κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία, πλινθουργία …   Dictionary of Greek

  • πλινθοποιία — η, ΝΑ [πλινθοποιός] τεχνολ. η τέχνη τής κατασκευής πλίνθων, πλινθουργία …   Dictionary of Greek

  • ԱՂԻՒՍԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0040 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c գ. πλινθουργία Տ. ԱՂԻՒՍԱՐԿՈՒԹԻՒՆ. *Կաւափաղաղ աղիւսագործութիւն. Յհ. կթ.: *Չարչարէր զմեզ փարաւոնն սատանայ ʼի մեղաց աղիւսագործութիւնս. Լմբ. սղ.: *Դարձաւ յԵգիպտոս այս ինքն ʼի խաւարումն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԱՂԻՒՍԱՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0040 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. ԱՂԻՒՍԱՐԿ ԱՂԻՒՍԱՐԿՈՒԹԻՒՆ πλινθεία, πλινθουργία laterum confectio, laterificium Աղիւսարկութիւն. աղիւս արկանելն. ... *Ի գործ խիստ կաւոյ եւ աղիւսարկի: Զսակ աղիւսարկին. Ել. ՟Ա. 14: ՟Ե. 8:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»