πλινθουργία
Смотреть что такое "πλινθουργία" в других словарях:
πλινθουργία — πλινθουργίᾱ , πλινθουργία fem nom/voc/acc dual πλινθουργίᾱ , πλινθουργία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθουργίᾳ — πλινθουργίᾱͅ , πλινθουργία fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθουργία — ἡ, ΜΑ [πλινθουργός] κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία … Dictionary of Greek
πλινθουργίας — πλινθουργίᾱς , πλινθουργία fem acc pl πλινθουργίᾱς , πλινθουργία fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλινθουργίαν — πλινθουργίᾱν , πλινθουργία fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλίνθευμα — εύματος, τὸ, Α [πλινθεύω] 1. πλινθουργία 2. τοίχος από πλίνθους … Dictionary of Greek
πλίνθευσις — εύσεως, ἡ, Α [πλινθεύω] η κατασκευή πλίνθων, πλινθοποιία, πλινθουργία … Dictionary of Greek
πλινθοποιία — η, ΝΑ [πλινθοποιός] τεχνολ. η τέχνη τής κατασκευής πλίνθων, πλινθουργία … Dictionary of Greek
ԱՂԻՒՍԱԳՈՐԾՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0040 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 12c գ. πλινθουργία Տ. ԱՂԻՒՍԱՐԿՈՒԹԻՒՆ. *Կաւափաղաղ աղիւսագործութիւն. Յհ. կթ.: *Չարչարէր զմեզ փարաւոնն սատանայ ʼի մեղաց աղիւսագործութիւնս. Լմբ. սղ.: *Դարձաւ յԵգիպտոս այս ինքն ʼի խաւարումն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ԱՂԻՒՍԱՐԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0040 Chronological Sequence: Early classical, 10c գ. ԱՂԻՒՍԱՐԿ ԱՂԻՒՍԱՐԿՈՒԹԻՒՆ πλινθεία, πλινθουργία laterum confectio, laterificium Աղիւսարկութիւն. աղիւս արկանելն. ... *Ի գործ խիստ կաւոյ եւ աղիւսարկի: Զսակ աղիւսարկին. Ել. ՟Ա. 14: ՟Ե. 8:… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)